Οι Βλάχοι στα Βαλκάνια. «Περί των Τσιντσάρων»

Πόποβιτς, Ντούσαν, 2021

Η παρούσα μονογραφία του Dusan J. Popovic αποτελεί μια μοναδική συνεισφορά στο ζήτημα της προέλευσης των πολιτών της σερβικής κοινωνίας, κατά κύριο λόγο, αλλά και της κροατικής, της σλοβενικής και εν γένει των κοινωνιών της κεντρικής Ευρώπης, καθώς καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον επιστήμονα διέκρινε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι Τσιντσάροι (Αρμάνοι Βλάχοι) και οι Γραικοί στη δημιουργία των αγορών (τσαρσιών) και στην εμποροβιοτεχνική κίνηση και ανάπτυξη στα Βαλκάνια και στο λεκανοπέδιο της Παννονίας.

Η μελέτη του διατρέχει μια μακρά περίοδο τριών περίπου αιώνων και στις σελίδες της περιλαμβάνεται μια περιοχή που εκτείνεται από το Νις μέχρι τη Βούδα και την Πέστη στα βόρεια και μέχρι τη Ριέκα και την Τεργέστη στα δυτικά.
Το έργο του Dusan J. Popovic αποτελεί αποκύημα βαθύτερων πολιτικών και κρατικών συνιστωσών, καθώς συγγράφηκε μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και τη δημιουργία του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων, του μετέπειτα Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας. Η εξαιρετική πολιτική και κοινωνική σημασία αυτών των ιστορικών γεγονότων βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στις σελίδες του βιβλίου του Popovic και έτυχε ευρύτατης αποδοχής από το αναγνωστικό κοινό, το οποίο απασχολούσαν την εποχή εκείνη ζητήματα εθνικισμού σε συνάρτηση με τις συνεχείς μεταβολές που δρομολογούσε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Οι μελέτες του Popovic αποτελούν μέχρι σήμερα πολύτιμα έργα για την σέρβική και βαλκανική ιστοριογραφία, καθώς σε αυτές η ιστορία προσεγγίζεται ως ένα συμβάν αναπόσπαστα συνδεδεμένο με γεωγραφικούς, εθνογραφικούς, κοινωνικούς και (εθνο)ψυχολογικούς παράγοντες, μέσα από τη διαλεκτική συνάντηση με άλλες επιστήμες, όπως είναι η κοινωνιολογία, τα οικονομικά, η ψυχολογία, η πολιτισμική γεωγραφία, η ανθρωπολογία και οι πολιτικές επιστήμες. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Οι βλάχοι στα Βαλκάνια “Περί των Τσιντσάρων”
Ντούσαν Πόποβιτς

Μετάφραση: Χρήστος Γκούβης
Επιστημονική επιμέλεια: Βασίλης Νιτσιάκος
Επιμέλεια – διορθώσεις: Νίκος Σιώκης
Εκδοτική επιμέλεια: Κώστας Παπαδόπουλος
Αθήνα 2021, εκδόσεις Ταξιδευτής, σ. 536
ISBN: 978-960-579-095-0
Γλώσσα πρωτοτύπου: σερβικά
Τίτλος πρωτοτύπου: O Cincarima
ΠολιτείαIanos

Σημείωμα του μεταφραστή

Οι περιπέτειες ενός επιστημονικού συγγράμματος
Το 1961 πήγα στο Βελιγράδι για υπηρεσιακούς λόγους (σημειώνω πως η σερβοκροατική γλώσσα είναι η δεύτερή μου γλώσσα μετά τη μητρική μου, την ελληνική).
Εκείνον τον καιρό συναντιόμαστε σε μια ταβέρνα μερικοί φίλοι το μεσημέρι για φαγητό. Μεταξύ αυτών ήταν, τακτικό μέλος της παρέας, και ο Λέανδρος Βρανούσης, ο οποίος έμενε στην οδό Τζαβέλα, πολύ κοντά στην ταβέρνα «Κληματαριά» όπου τρώγαμε. Ο Λέανδρος, όταν του είπα ότι θα πάω στο Βελιγράδι, με παρακάλεσε να του φέρω ένα βιβλίο που του χρειαζόταν για τις έρευνές του. Ήταν το βιβλίο “O Cincarima” του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου Ντούσαν Πόποβιτς που πρωτοεκδόθηκε το 1927 και επανεκδόθηκε βελτιωμένο και συμπληρωμένο το 1937. (Τσιντσάρους οι Σέρβοι αποκαλούν τους Ελληνόβλαχους).
Στο Βελιγράδι στα βιβλιοπωλεία που έψαξα, δεν το βρήκα. Φεύγοντας από το τελευταίο βιβλιοπωλείο ρώτησα αν και που θα μπορούσα να το βρω. Μου υπέδειξαν το δρόμο που υπήρχαν κάποια παλαιοβιβλιοπωλεία, όπου βρήκα 5-6 από αυτά, άλλα ισόγεια και άλλα ημιυπόγεια. Σ’ ένα από τα ημιυπόγεια βρήκα τελικά το βιβλίο και το αγόρασα για δέκα περίπου δραχμές (σχεδόν τριπλάσια σε δηνάρια).
Γυρίζοντας στην Αθήνα το έδωσα στον Λέανδρο και εκείνος όταν έβρισκε σε κάποιο ιστορικό σύγγραμμα αναφορά στο βιβλίο του NT. Πόποβιτς, μου έδινε το αντίτυπο να του μεταφράσω την περικοπή. Έτσι το βιβλίο, σαν μπαλάκι του πιγκ πογκ πήγαινε και ερχόταν από τη βιβλιοθήκη του Λέανδρου στη δική μου. Δυστυχώς, με τον θάνατο του Λέανδρου το 1993 το βιβλίο έτυχε να στη δική του βιβλιοθήκη η οποία δωρήθηκε ή πουλήθηκε (;) στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Στο μεταξύ ο ιστορικός κ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, μέλος και αυτός κατά περιόδους, της παρέας της ταβέρνας, είχε μάθει ότι ξέρω τη σερβοκροατική γλώσσα και όταν διάβασε τα πρώτα μου μεταφραστικά πονήματα (τα μυθιστορήματα του νομπελίστα Ivo Andrić «Το γεφύρι του Δρίνου» και «Το χρονικό του Τράβνικ» για το οποίο ο ίδιος έγραψε μια έξοχη κριτική στην εφημερίδα «Τα Νέα»), με ρώτησε αν μπορούσα να μεταφράσω το βιβλίο του καθηγητή Ντούσαν Πόποβιτς “O Cincarima” (Περί των Τσιντσάρων).
Δέχτηκα να κάνω τη μετάφραση διευκρινίζοντας ότι το βιβλίο που είχα φέρει από το Βελιγράδι και βρισκόταν στη βιβλιοθήκη του Λέανδρου Βρανούση, «ταξίδεψε» και πήγε στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στην Κέρκυρα. Έτσι, αναγκάστηκα να ζητήσω από φίλους στο Βελιγράδι να μου βρουν το βιβλίο. Τούτη τη φορά δεν βρέθηκε ούτε στα παλαιοβιβλιοπωλεία και μόνο στην Εθνική Βιβλιοθήκη Γιουγκοσλαβίας βρέθηκε ένα αντίτυπο. Η Βιβλιοθήκη μου παραχώρησε ένα φωτοαντίγραφο του βιβλίου και μου το ταχυδρόμησαν. Μ’ αυτό, άρχισα τη μετάφραση το 1998, ύστερα από συμφωνία με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.) την οποία υπογράψαμε εγώ και o κ Β. Παναγιωτόπουλος εκ μέρους του Ιδρύματος του οποίου, τότε, ήταν Διευθυντής. Το βιβλίο μεταφράστηκε και παραδόθηκε στο Ε.Ι.Ε. όπου έγινε και η ψηφιοποίησή του (CD), και αφού εκτυπώθηκε μου δόθηκε για να κάνω έναν πρώτο έλεγχο για λάθη που, ενδεχομένως, έγιναν κατά την αντιγραφή του χειρογράφου μου. Με τον κ. Βασίλη Παναγιωτόπουλο είχαμε συνεννοηθεί να σημειώνω μέσα στο κείμενο και σε αγκύλη, όποια παρατήρηση θεωρούσα χρήσιμη και όποιες λέξεις (όρους κυρίως) έπρεπε να συζητηθούν με αρμόδιους ιστορικούς του Ιδρύματος, αφού ο ίδιος δεν είμαι ιστορικός και είχα αρκετές φορές συναντήσει λέξεις-όρους που δεν γνώριζα πώς να τις αποδώσω στα ελληνικά (για παράδειγμα, η λέξη knez μπορεί να αποδοθεί ως πρίγκιπας, βασιλιάς, ηγεμόνας, κλπ.). Οι όποιες διορθώσεις, όπως συμφωνήσαμε, θα έπρεπε να γίνουν σε συνεργασία με αρμόδιο ιστορικό του Ιδρύματος, στην επόμενη φάση.
Δυστυχώς επόμενη φάση δεν υπήρξε και όπως πληροφορήθηκα, ο κ. Παναγιωτοπουλος αντικαταστάθηκε από τον κ. Πασχάλη Κιτρομιλίδη, ιστορικό, καθηγητή Πανεπιστημίου, ο οποίος, καθώς φάνηκε, δεν ενδιαφερόταν να ολοκληρώσει αυτό το έργο.
Μετά από μία δεκαετία, η ανολοκλήρωτη μετάφραση του βιβλίου εκδόθηκε από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών με τον τίτλο «Αρμάνοι Βλάχοι στα Βαλκάνια». Στην εισαγωγή, που έγραψε ο κ. Ν. Μέρτζος, Πρόεδρος τότε της Ε.Μ.Σ., αναφέρει ότι «τη μετάφρασή του εξεπόνησε(;) και μας την παραχώρησε ευγενώς το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Μελετών το οποίο διευθύνει ο καθηγητής κ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης.
Άργησα να πληροφορηθώ την έκδοση αυτού του βιβλίου αλλά όταν το αγόρασα και το ξεφύλλισα, έμεινα έκπληκτος από το περιεχόμενό του. Το μεταφρασμένο και ανολοκλήρωτο σύγγραμμα του Ντούσαν Πόποβιτς, ιστορικού και καθηγητή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, ήταν βάναυσα κακοποιημένο, προσαρμοσμένο μάλλον στους σκοπούς του εκδότη (Ε.Μ.Σ.).
Σημειώνω τα σοβαρότερα ατοπήματα:
1. Περιλαμβάνει στο κείμενο όλες τις παρατηρήσεις μου μέσα σε αγκύλες, οι οποίες είναι ξένο σώμα και δεν έχουν σχέση με το πρωτότυπο.
2. Σε πολλές περιπτώσεις «διορθώνονται» λέξεις και ονόματα του συγγραφέα (για παράδειγμα, το όνομα της πόλης Kruševac που ήταν η πρωτεύουσα του τελευταίου βασιλιά της Σερβίας Λαζάρου, «διορθώνεται» σε Kruševo, πόλη άσχετη με το κείμενο, λες, πως ούτε ο συγγραφέας ούτε και ο μεταφραστής γνώριζαν περί τίνος πρόκειται).
3. Οι υποσημειώσεις της «επιμελήτριας» κυρίας Κωνσταντίνας Καρακώστα, συναγωνίζονται και υπερβαίνουν σε έκταση τις υποσημειώσεις του συγγραφέα.
Τελικά. με επιστολή προς την σημερινή Διευθύντρια του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Ε.Ι.Ε. κυρία Χατζηιωάννου ζήτησα να μου δοθεί η άδεια του Ιδρύματος ν’ αναζητήσω εκδότη και, αφού κάνω όλες τις διορθώσεις δίχως κάποια αμοιβή, να εκδοθεί αυτό το «ταλαίπωρο» βιβλίο, όπως πρέπει να εκδίδονται τα επιστημονικά συγγράμματα. Η κυρία Χατζηιωάννου με επιστολή της με ενημέρωσε ότι: «…σας παραχωρούμε το Ψηφιακό αρχείο με τη μετάφραση που κάνατε από τα σερβικά στα ελληνικά του βιβλίου του Δρ. Ντ. Πόποβιτς Περί των Τσιντσάρων και σας δίνουμε την άδεια χρήσης της».
Ελπίζω πως μέχρι το τέλος του 2021 θα εκδοθεί το βιβλίο σε μετάφρασή μου και επιστημονική επιμέλεια του κ. Βασίλη Νιτσιάκου καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής» του κ. Κώστα Παπαδόπουλου.

Παρατηρήσεις για το παρόν κείμενο:
1. Όσες λέξεις ή φράσεις βρίσκονται σε παρενθέσεις -( )- είναι του πρωτοτύπου.
2. Όσες λέξεις ή φράσεις βρίσκονται σε αγκύλες -[ ]- είναι σημειώσεις ή παρατηρήσεις του μεταφραστή.
3. Στο κείμενο αναφέρεται συχνά η πρόταση “Kir Janja – Tvrdica” [Ο κυρ Γιάννης ο Τσιγκούνης]. Πρόκειται για πρόσωπο θεατρικού έργου που έγραψε ο Ιωάννης Στέρια Πόποβιτς, εκσερβισμένος ελληνόβλαχος (Ιωάννης Στεργίου Παπάς) που παίζεται και σήμερα ακόμα σε διάφορα θέατρα της Σερβίας. Είχε γεννηθεί στο Νόβι Σαντ της επαρχίας της Βοϊβοντίνας.

Μάρτιος 2019
Χρήστος Γκούβης

Εισαγωγή του επιστημονικού επιμελητή

Το να επιμεληθείς ένα βιβλίο είναι μια δύσκολη υπόθεση. Πόσο μάλλον εάν αυτό γράφτηκε έναν σχεδόν αιώνα πριν και σε μια γλώσσα που δεν κατέχεις. Καλείσαι, λοιπόν, να έχεις κατά νου δύο πράγματα: πρώτον, την ιστορικότητα, το ιστορικό δηλαδή πλαίσιο, τα συγκείμενα, όπως συχνά λέμε, του συγκεκριμένου πονήματος και, δεύτερον, τα μεταφραστικά προβλήματα, κυρίως αυτά που έχουν να κάνουν με την ορολογία γενικά αλλά και τη συγκεκριμένη χρήση των όρων στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Ακόμη μία δυσκολία που προστίθεται σχετίζεται με την ερμηνεία των γραφομένων από τον συγγραφέα, το να διαβάζεις πίσω από τις γραμμές ή να διακρίνεις προθέσεις, διότι τυχαίνει ο συγγραφέας να ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των ανθρώπων, της «κοινότητας», την οποία μελετά.

Αυτό που προτίθεμαι να κάνω δεν είναι να προσπαθήσω να διερμηνεύσω τα γραφόμενα ή να αποδώσω οποιαδήποτε πρόθεση στον συγγραφέα. Θα ήταν άσκοπο αλλά και αντίθετο σε κάθε κώδικα δεοντολογίας, πόσο δε μάλλον τη στιγμή που εκείνος δεν βρίσκεται στη ζωή. Αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω σε αυτήν την εισαγωγή είναι να διευκολύνω τον αναγνώστη να προσλάβει το κείμενο με ιστορικούς όρους, να κατανοήσει το πλαίσιο της έρευνας και της συγγραφής και να προσπελάσει όσο το δυνατόν δίχως δυσκολία μια ορολογία της εποχής που συνδέεται με ζητήματα εθνικής ταυτότητας και έθνους, ζητήματα που την εποχή εκείνη δεν ετίθεντο με τον τρόπο που τίθενται σήμερα, συνεπώς και η ανάλογη ορολογία δεν ήταν διαθέσιμη, που σημαίνει ούτε η θεωρία και η μέθοδος. Μιλάμε για μια ιστορική περίοδο που από τη μια οι συλλογικές ταυτότητες είναι αρκετά ρευστές, βρίσκονται ακόμα στο μεταίχμιο ανάμεσα στην προ-νεοτερική εποχή και εκείνη της νεοτερικότητας, στην οποία αντιστοιχεί και η κυριαρχία του έθνους-κράτους και των εθνικών ταυτοτήτων και, από την άλλη, δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί στις κοινωνικές επιστήμες το πεδίο των σπουδών του έθνους και της εθνικής ταυτότητας.

Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα σύγγραμμα της δεκαετίας του 1930, που αναφέρεται βασικά στους δύο προηγούμενους αιώνες. Σε μια ιστορική περίοδο που στη Βαλκανική ιστορία είναι συνυφασμένη με την αργόσυρτη διαδικασία αποσύνθεσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της ανάδυσης από τις αρχές του 19ου αιώνα των εθνικών κρατών μέσα από τους κόλπους της. Είναι η περίοδος των εθνικών κινημάτων, που πασχίζουν να διαμορφώσουν τα δικά τους ανεξάρτητα εθνικά κράτη, διαγκωνιζόμενα και μεταξύ τους, από ένα χρονικό σημείο και έπειτα, για τη διανομή των εδαφών που απελευθερώνονται από τους Οθωμανούς. Η διαδικασία ανάπτυξης των εθνικών κινημάτων δεν προκύπτει βέβαια τυχαία, αλλά είναι απότοκο της οικονομικής ανάπτυξης και των σύστοιχων πνευματικών και πολιτιστικών ρευμάτων, που συνδέονται με τις αξίες της αστικής δημοκρατίας, όπως αυτές συνοψίστηκαν τελικά στα ζητούμενα της Γαλλικής επανάστασης. Η διαμόρφωση, ωστόσο, ομοιογενών εθνικών ταυτοτήτων και συνειδήσεων δεν ήταν μια απλή διαδικασία σε μια περιοχή, όπου έπρεπε να γίνει μετάβαση από το σύστημα των μιλέτ (εθνο-θρησκευτικών ομάδων) στα σύγχρονα έθνη-κράτη.

Κατά κάποιον τρόπο, κάθε εθνικό κίνημα επιδίωξε να δημιουργήσει το δικό του κράτος. Οι Έλληνες ως πολιτισμική κοινότητα ευρύτερα παίζουν σε αυτήν τη διαδικασία έναν ρόλο πρωτοποριακό. Είναι πρωτοπόροι ως «κατακτητές Βαλκάνιοι έμποροι»1 και ταυτίζονται ως ομάδα με αυτήν την κοινωνική κατηγορία. Μέσω του εμπορίου προωθείται ο εξαστισμός και έτσι τελικά το εθνωνύμιο «Έλληνας» ταυτίζεται με τον αστικοποιημένο έμπορο. Αυτό σημαίνει ότι και όσοι μιμούνται αυτό το πρότυπο συχνά χαρακτηρίζονται Έλληνες. Άλλωστε, η απόκτηση ελληνικής παιδείας ήταν απαραίτητο «διαβατήριο» προκειμένου να μεταβεί κανείς σ’ αυτό το κοινωνικό στρώμα. Ο εξελληνισμός μελών άλλων ομάδων οφειλόταν εν πολλοίς σε αυτήν τη διαδικασία, που είχε οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική διάσταση. Αν δεχτούμε ότι υπό αυτούς τους όρους ο ελληνισμός είναι πολιτισμική κατηγορία, κατανοούμε γιατί αφομοιώνονταν στους κόλπους του άνθρωποι διαφορετικής προέλευσης. Και αυτό βέβαια συνάδει με τη γενική επιστημονική αρχή ότι οι ταυτότητες δεν έχουν βιολογικούς αλλά πολιτισμικούς προσδιορισμούς.

Μέσα, λοιπόν, σε μια κατάσταση αποσύνθεσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και χάρη σε σημαντικές αλλαγές που σημειώνονται στις σχέσεις της με την Αψβουργική αυτοκρατορία, με βάση μια σειρά συνθηκών που υπογράφονται στο τέλος του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα και αφορούν κατ’ εξοχήν το εμπόριο με την κεντρική Ευρώπη, αναπτύσσεται μια έντονη κινητικότητα εμπόρων από το Νότο προς τον Βορρά. Αυτή η κινητικότητα ενισχύθηκε αρκετά, προσλαμβάνοντας διαστάσεις μαζικής μετανάστευσης, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα εξαιτίας των καταστροφών που υπέστησαν πόλεις και χωριά, με κύρια την Μοσχόπολη, αλλά και του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1787. Έτσι, παρατηρείται ένα μαζικό φαινόμενο μετατοπίσεων πληθυσμών, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εγκαθίσταται στα εδάφη της τότε Σερβίας. Η Αχρίδα, τα Βιτώλια, το Κρούσοβο, το Κραγκούγεβατς, το Πάντσεβο, το Ποζάρεβατς αλλά και το Βελιγράδι ήσαν κάποια από τα πιο σημαντικά κέντρα εγκατάστασής τους. Τόποι προέλευσης η Μοσχόπολη, η Κλεισούρα, η Βλάστη, η Σιάτιστα, το Μελένικο, η Καστοριά κ.α. Η βασική ενασχόληση όλων αυτών ήταν το εμπόριο κάθε είδους (από εμπόριο προϊόντων μέχρι χρηματιστηριακές και τραπεζικές υπηρεσίες) αλλά και οι βιοτεχνικές δραστηριότητες (αργυροχόοι, γουναράδες, αρτοποιοί, χανιτζήδες κ.λπ.).

Στις νέες «πατρίδες» τους οργανώνονται σε συνεκτικές κοινότητες με βάση την κοινή καταγωγή. Σε αυτό το πλαίσιο αλλά και στην ίδια τη λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων, σημαντικό ρόλο παίζουν οι δομές της οικογένειας και της συγγένειας. Η εξακτίνωση στον χώρο των διάφορων εμπορικών οίκων που προκύπτουν μέσα στον χρόνο στηρίζεται σε αυτές τις δομές, στις οποίες κατά κοινή ομολογία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η επιτυχής πορεία τους.

Το πιο σημαντικό, ωστόσο, ερώτημα που προκύπτει για τον αναγνώστη αυτού του βιβλίου αφορά στην εθνική ταυτότητα αυτών των πληθυσμών. Κι αυτό επειδή ακριβώς οι ταυτότητες κατά την περίοδο αυτή βρίσκονται σε κατάσταση ρευστότητας, στο μεταίχμιο ανάμεσα στην τοπική/εθνοτική εκδοχή τους2. Ο ίδιος ο συγγραφέας, ενώ είναι βλαχικής καταγωγής και δεν παραλείπει να δηλώνει υπερήφανος γι’ αυτό, αυτοπροσδιορίζεται ως Σέρβος, τη στιγμή μάλιστα που παρουσιάζει το σύνολο σχεδόν των Βλάχων που έρχονται από τον Νότο να έχουν ελληνική εθνική συνείδηση και ταυτότητα. Τόσο, που συχνά εναλλάσσει τους όρους με τους οποίους αναφέρεται σε αυτούς και φαίνεται να βρίσκεται και ο ίδιος σε μια σύγχυση ως προς τον εθνικό χαρακτηρισμό τους.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη και με το πλεονέκτημα που μας δίνουν οι επιστημονικές εξελίξεις, η δυσκολία που έχει ο συγγραφέας οφείλεται όχι μόνο στη ρευστότητα των ταυτοτήτων αυτήν καθ’ εαυτήν αλλά και στο γεγονός ότι δεν διαθέτει ο ίδιος τα κατάλληλα εννοιολογικά εργαλεία για την προσέγγιση των φαινομένων που αντιμετωπίζει. 0 όρος «κλειδί» είναι φυσικά η έννοια της εθνοτικής ομάδας και ταυτότητας, που δεν υφίστανται εκείνη την εποχή ως επιστημονικά εργαλεία. Συνεπώς χρησιμοποιείται ο όρος «εθνικός» με έναν “χαλαρό” τρόπο, που δυσκολεύει πολύ τα πράγματα ως προς τον αυτοπροσδιορισμό και τον ετεροπροσδιορισμό των ατόμων και των ομάδων.

Αναφερόμενος κατά βάσιν στους Βλάχους (Τσίντσαρους), αντιμετωπίζει με μεθοδολογική αμηχανία την περίπτωσή τους σε ό,τι αφορά στην εθνική τους ταυτότητα, μια αμηχανία που δεν θα υπήρχε εάν είχε στην διάθεσή του την έννοια του εθνοτικού. Έχει, κατά βάση, στο εννοιολογικό «οπλοστάσιό» του δύο εργαλεία: το έθνος και το λαό. Το έθνος με τη νεοτερική έννοια μπορεί να καλύψει την ελληνική ταυτότητα των Βλάχων, το ίδιο και ο «λαός» αλλά δεν μπορεί να αποδώσει την εθνοπολιτισμική τους ιδιαιτερότητα. Γι’ αυτό και εναλλάσσονται τα εθνωνύμια, γι’ αυτό και προκαλείται μια σύγχυση στον αναγνώστη. Από την άλλη, αυτό καθιστά το βιβλίο ακόμα πιο ενδιαφέρον, με την έννοια ότι θέτει με ένα πολύ ζωντανό τρόπο το ζήτημα της μετάβασης στη νεοτερικότητα, της μετάβασης από τις εθνοθρησκευτικές, τοπικές, εθνοτοπικές, εθνοτικές ταυτότητες στις εθνικές. Δεν είναι απλά το εθνογραφικό υλικό χρήσιμο ως παράδειγμα αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος εκπροσωπεί ένα μέρος των δρώντων υποκειμένων της έρευνάς του, αυτών δηλαδή που εγκαθίστανται στα εδάφη της Σερβίας και αφομοιώνονται στο αντίστοιχο έθνος. Ο Πόποβιτς όταν λέει “Εμείς” εννοεί τους Σέρβους και όταν λέει “Η χώρα μου” εννοεί τη Σερβία, παρότι χαρακτηρίζει τους ίδιους τους άμεσους προγόνους του Έλληνες βλαχικής καταγωγής, χρησιμοποιώντας βέβαια διαφόρους όρους εναλλακτικά.

Για όσους πιστεύουν ότι οι ταυτότητες (και εδώ μας ενδιαφέρουν οι εθνικές) είναι αιώνιες και αμετάβλητες, μια πίστη που συνδέεται με την βιολογική Θεωρία, το παράδειγμα είναι παράδοξο. Εάν δεχτούμε, ωστόσο, την πολιτισμική προσέγγιση, την θεωρία της κατασκευής, το παράδειγμα είναι καθόλα σύμφωνο με αυτήν τη θεωρία, που πρεσβεύει ότι οι ταυτότητες συγκροτούνται ιστορικά και κατά συνέπεια μεταβάλλονται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και συχνά είναι και αντικείμενα επιλογής και διαπραγμάτευσης3.

Οι Βλάχοι της Νότιας Βαλκανικής ταυτίζονται κατά κανόνα με το ελληνικό εθνικό κίνημα και στον βαθμό που έχουν νεοτερική εθνική συνείδηση αυτή είναι ελληνική. Σημαντικοί φορείς του ελληνικού πνεύματος γίνονται όσοι Βλάχοι ανελίσσονται κοινωνικά και αυτοί συμβάλλουν καθοριστικά στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στις γενέτειρές τους και όχι μόνον. Δεν είναι τυχαίο ότι, καθώς τεκμηριώνει και ο Πόποβιτς, τα σχολεία που ιδρύουν στους νέους τόπους εγκατάστασης είναι ελληνικά σχολεία. Ελληνικά σχολεία, επίσης, ιδρύουν και λειτουργούν με τις δωρεές τους στις γενέτειρές τους. Αρκετοί από αυτούς που γίνονται λόγιοι καταγράφονται ως σημαντικοί εκπρόσωποι του ελληνικού διαφωτισμού. Να μην ξεχνάμε ότι τα λεξικά, όπου εκδίδονται, στοχεύουν στην εκμάθηση της ελληνικής από τους Βλάχους συντοπίτες τους. Σε πολλές περιπτώσεις Βλάχων ευεργετών ο ζήλος για την ελληνική παιδεία και γλώσσα ήταν τέτοιος που τους οδήγησε ακόμα και σε αρνητική στάση απέναντι στην Βλαχική γλώσσα.

Το παρόν βιβλίο, λοιπόν, αποτελεί και ένα πολύ καλό παράδειγμα μελέτης των ταυτοτήτων στο πλαίσιο της μετάβασης προς τη νεοτερικότητα. Κυρίως όμως αποτελεί μια κατάθεση πολύ σημαντικών πληροφοριών, ενός πραγματολογικού υλικού, το οποίο αναφέρεται στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της γεωγραφικής και κοινωνικής κινητικότητας των Βλάχων, στις συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν μεταναστεύοντας, το ρόλο της οικογένειας και της συγγένειας στη συγκρότηση και λειτουργία των οικονομικών συσσωματώσεων, την ανάπτυξη των ευρύτερων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών δικτύων, το ρόλο της παιδείας και των εκπαιδευτικών θεσμών σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση εθνικών ταυτοτήτων, τις σχέσεις ανάμεσα στις ομάδες, τις αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις οικονομικού αλλά και εθνικού/εθνοτικού χαρακτήρα, τις εν γένει συλλογικές νοοτροπίες. Θα έλεγε κανείς ότι το βιβλίο αυτό, εκτός από πόνημα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, συνιστά και μια συμβολή στην πολιτισμική ιστορία αλλά και την ιστορική ανθρωπολογία και εθνογραφία των Βαλκανίων.

Κλείνοντας και εκφράζοντας την ευχή να εύρει αυτή τη φορά τη θέση που του αξίζει, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά το μεταφραστή κ. Χρήστο Γκούβη για την εμπιστοσύνη, το Νίκο Σιώκη για την επιμέλεια και τον εκδότη κ. Κώστα Παπαδόπουλο για τη συνεργασία.

Βασίλης Νιτσιάκος

1. Για μια θεωρητική και μεθοδολογική συζήτηση του θέματος βλ. Βασίλης Νιτσιάκος, Στο σύνορο, Οδυσσέας, Αθήνα, 2010.
2. Βλ. γενικά Μαρκ Μαζάουερ, Τα Βαλκάνια, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2001.
3. Βλ. Stoianovich Tr., «The conquering Balkan Orthodox merchant», Journal of Economic History, K (1960), 234-313 και στα ελληνινκά «Ο καταχτητής Ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», στο Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών, εισ.-επιμ. Σπ. Ασδραχάς, μτφρ. Ντόρα Μαμαρέλη, Μέλισσα, Αθήνα, 1979, σ.σ. 287-345. 

Περιεχόμενα

Σημείωμα του μεταφραστή της έκδοσης Χρήστου Γκούβη
Εισαγωγή του επιστημονικού επιμελητή της έκδοσης Βασίλη Νιτσιάκου
Εργοβιογραφικά στοιχεία του ιστορικού Dusan J. Popovic (1894-1965) και η συμβολή του στη μελέτη του μεταναστευτικού φαινομένου στα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη, Νίκος Σιώκης
Πρόλογος πρώτης έκδοσης (1927)
Πρόλογος δεύτερης έκδοσης (1937)
Εργογραφία Ντούσαν Πόποβιτς

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Εισαγωγή Ντούσαν Πόποβιτς
Ένας Τσιντσάρος για τους Τσιντσάρους
ο Ilarion Ruvarac για την εθνολογική σύνθεση του τσαρσιού μας
Πώς αυτοαποκαλούνταν (οι Τσιντσάροι) και πώς τους αποκαλούσαν οι άλλοι
Ποιοι υπάγονται σ’ αυτή την ομάδα
Τόπος καταγωγής τους και αριθμός
Σωματικά χαρακτηριστικά
Ενδυμασία
Πνευματικά/ψυχικά χαρακτηριστικά
Ο πλουτισμός στα ξένα
Το πλανόδιο εμπόριο (το εμπόριο του τορβά)
Τα εμπόδια
Λαθρεμπόριο και απάτες
Εγγυήσεις
Οι Τσιντσάροι ως έμποροι
Εμπορικές εταιρείες
Λοιπά επαγγέλματα
Η οικογένεια Σίνα
Η εικόνα του τσαρσιού μας
Οι Έλληνες για τους άλλους λαούς και οι άλλοι λαοί για τους Έλληνες
Συγκρούσεις
Κοινωνικές διαμάχες
Διαμάχες στην εκκλησία
Διαμάχες για τα σχολεία
Η συμπλοκή στη συνέλευση του Τέμεσβαρ το 1790
Οι Τσιντσάροι ως πολεμιστές και ήρωες
Οι Τσιντσάροι στο περιβάλλον του Καραγιώργη και του Μίλος
Οι Τσιντσάροι ως ευγενείς
Οι Τσιντσάροι ως ευεργέτες
Ο εθνικισμός τους
Ο εκσερβισμός και η εξαφάνιση των Τσιντσάρων
Η σέρβική [οικογενειακή εορτή] Krsna slava και η ελληνική ονομαστική εορτή
Οι Τσιντσάροι σήμερα
Το Κρούσοβο
Επίλογος

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Υλικό σχετικό με την ιστορία οικογενειών (τσιντσαρικών)
Κατάλογος ονομάτων

Πηγή